- στροβιλογεννήτρια
- ηγεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος προσαρμοσμένη σε ατμοστρόβιλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στροβιλογεννήτρια — η, Ν τεχνολ. γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος που κινείται με στρόβιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + γεννήτρια] … Dictionary of Greek